Εργαστήριο Σχεδιαστικής Μεθοδολογίας και Ρύθμισης του Χώρου
Ο Προσανατολισμός της Προσπάθειας
Το Εργαστήριο λειτουργεί από το ακαδημαϊκό έτος 1994-1995. Στο χρονικό διάστημα 1995-2012, κατά το οποίο διετέλεσα Διευθύντρια του Εργαστηρίου, εκπονήθηκε κυρίως βασική αλλά και εφαρμοσμένη έρευνα και τέθηκαν οι βάσεις προς την κατεύθυνση της σύνθεσης ολοκληρωμένου πλαισίου σκέψεων για τη θεωρία και μεθοδολογία σχεδιασμού του χώρου, το οποίο στήριξε και το περιεχόμενο του συναφούς υποχρεωτικού μαθήματος στο Mεταπτυχιακό Πρόγραμμα Πολεοδομία-Xωροταξία (βλέπε παραπάνω, «Tο ζήτημα της μεθοδολογίας και της θεωρίας στο σχεδιασμό του χώρου»).
Η Ενιαία Θεώρηση του Χώρου– H Διάρθρωση Μεθοδολογικής Λογικής. Αφετηρία της ερευνητικής διαδρομής αποτέλεσε η μονογραφία E. Παναγιωτάτου, Συμβολή σε μία ενιαία θεώρηση του χώρου και σε μία άλλη σχεδιαστική πρακτική, Eκδόσεις E.M.Π., Aθήνα 1988.
Η μονογραφία στοχεύει στη θεωρητική τεκμηρίωση της ιδέας ότι η συμβατική θεώρηση του χώρου σε προσδιορισμένα γεωγραφικά σχήματα και η σχεδιαστική προσπάθεια που συνήθως συμβαδίζει μαζί της δεν μπορεί να συλλάβει τις πολύπλοκες χωρικές, κοινωνικο-οικονομικές και πολιτισμικές δομές και αδυνατεί να διαμορφώσει κατάλληλο ιδεολογικό, θεωρητικό υπόβαθρο παρεμβάσεων σε αυτές. Ανατρέχει στις κυρίαρχες επιστημολογικές θέσεις, που έχουν προσδιορίσει μέχρι σήμερα το πρόβλημα, διαπιστώνοντας τις αντιφάσεις, αλλά και τις προοπτικές που αυτές κληροδοτούν, και στοιχειοθετεί τους άξονες μιας άλλης οπτικής.
Το κείμενο ασχολείται με ένα θέμα θεωρητικό, μακροχρόνιας σημασίας, ωστόσο καθημερινό· θέμα το οποίο τίθεται τόσο από τη σκοπιά ερωτημάτων ιδεολογικού χαρακτήρα, όσο και από την ανάγκη να διαμορφωθεί μια άλλη σχεδιαστική πρακτική. Εκφράζει την αναγκαιότητα να διασφαλισθούν ιδεολογικές θεωρητικές θέσεις σε διαλεκτική ευέλικτη σχέση με την πραγματικότητα, σχέση που οδηγεί σε ένα άλλο πλαίσιο θεώρησης και παρέμβασης στον χώρο.
Ερευνητικά έργα που εκπονήθηκαν με ευθύνη μου στο Εργαστήριο Σχεδιαστικής Μεθοδολογίας και Ρύθμισης του Χώρου έχουν υιοθετήσει, υλοποιήσει και αξιολογήσει, σε πραγματικά δεδομένα, τις παραπάνω θέσεις ανοίγοντας περαιτέρω τους ορίζοντες σκέψης. Aναλυτικότερα,
παρατηρήσαμε ότι οι συνεχείς αλλαγές στις κοινωνικές και χωρικές δομές αναιρούν τη χρησιμότητα των συμβατικών γεωγραφικών εννοιών, των διαμορφωμένων εκ των προτέρων χωρικών ενοτήτων, την αποτελεσματικότητα της σχεδιαστικής εκείνης προσπάθειας, η οποία γενικεύει και προσβλέπει ταυτόχρονα σε όλα τα επίπεδα με ένα ιεραρχημένο εκ των προτέρων πλαίσιο στόχων και επιδιώξεων. Η περαιτέρω διαπίστωση της ανεπάρκειας αυτής ενίσχυσε τη διερεύνηση των παραγόντων της διαδικασίας ανάπτυξης μέσω μιας ενιαίας διαχρονικής και χωρικής θεώρησης και τον προσδιορισμό των ιδιαιτεροτήτων κάθε οικονομικής και χωρικής μονάδας, ιδιαιτεροτήτων που αφορούν μια πληθώρα παρατηρήσεων και απαιτούν κατεξοχήν απο-αθροιστική προσέγγιση.
Με αυτή την οπτική παρατηρήσαμε τη χωρική-λειτουργική φυσιογνωμία (δείτε τα βιβλία) των περιοχών και τις «ιδιότυπες» μορφολογίες τους. Η διερεύνηση στον αστικό χώρο και την περιφέρεια ανέδειξε τον ασυνεχή τρόπο ανάπτυξης του χώρου και τη δημιουργία θυλάκων τόσο από άποψη παραγωγική (κλαδική κατανομή, σύνθεση της απασχόλησης) όσο και λειτουργική (χωρική-χρονική εγγύτητα, περιβαλλοντικός, πολιτισμικός πλούτος, τόποι ιδιαίτερου λειτουργικού ή ιστορικού χαρακτήρα, κεντρικές περιοχές κ.λπ.), ενταγμένους σε ένα σύνθετο πλέγμα χωρικών και κοινωνικο-οικονομικών αλληλεξαρτήσεων.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μικροσυστήματα τα οποία δεν αναπτύσσονται απλώς σαν «νησίδες» μέσα στο χώρο, αλλά τον διαμορφώνουν δομικά. Συστήματα ιδιαίτερα ευαίσθητα σε κανονιστικές παρεμβάσεις, τα οποία αναδεικνύουν την πολυσημία της χωρικής οργάνωσης και των διαδικασιών συγκρότησης και μετασχηματισμού που τη διέπουν. Στο πεδίο αυτό δώσαμε ιδιαίτερη προσοχή. Οδηγήσαμε την ανάλυση σε βάθος. Ως ερευνητική ομάδα ασχοληθήκαμε μακροχρόνια με μεθόδους ανάλυσης της λειτουργικής διάρθρωσης θεωρώντας την κρίσιμο ζήτημα ανάπτυξης και σχεδιασμού του χώρου. Οι μέθοδοι αυτές έχουν αξιοποιηθεί με πιλοτική εφαρμογή στον αστικό χώρο και στην περιφέρεια. Αυτή η διαδικασία εμβάθυνσης μας οδήγησε παράλληλα στην ανίχνευση και απεικόνιση αναπτυξιακών δικτύων (δείτε τα βιβλία) ως εργαλείου σχεδιασμού του χώρου και στήριξης ολοκληρωμένων προτάσεων σε τοπικό, αστικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η συγκέντρωση της πληροφορίας θέτει δυσκολίες και διλήμματα. Για να προσεγγίσουμε τους μικρο-τόπους και το ποικιλόμορφο πλέγμα δραστηριοτήτων και αντιφάσεων σχεδιάσαμε κατάλληλες μεθόδους επεξεργασίας, αναγνώρισης, ανάλυσης και αποτύπωσης. Με τις μεθόδους αυτές «αναδομήσαμε» την πληροφορία στο κατώτερο δυνατό επίπεδο χωρικής αναφοράς, δηλαδή στο οικοδομικό τετράγωνο για τον αστικό χώρο και στο δημοτικό διαμέρισμα για την περιφέρεια, απεικονίζοντας χωρικές και λειτουργικές αλληλεξαρτήσεις. Οι τελευταίες οδηγούν στη σύνθεση επιμέρους ομαδοποιήσεων στον χώρο και στους θυλάκους με τα ιδιαίτερα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Οι ειδικά σχεδιασμένες έρευνες πεδίου συνέβαλαν στην αναπτυξιακή χαρτογράφηση των περιοχών μελέτης, συνθέτοντας κατάλληλα τις αναλυτικές, απο-αθροιστικές πληροφορίες.
Tα τελευταία χρόνια αναζητήσαμε μεθόδους ενίσχυσης της επικοινωνίας ως κινητήριας δύναμης ανάπτυξης των δημοκρατικών θεσμών στην ελληνική πόλη και την περιφέρεια. (δείτε τα βιβλία) Η αναζήτηση μεθόδων ενίσχυσης της επικοινωνίας μπορεί να αποβεί καταλυτικής σημασίας για την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών προστατεύοντας τα οράματα, τις προσδοκίες, τις πρακτικές των πολιτών. Αποκτά δε ιδιαίτερη σημασία την εποχή της κρίσης. Η ερευνητική δραστηριότητα ενίσχυσε τη συγκρότηση «ζωντανών» χώρων δημόσιας διαβούλευσης σε άμεση σχέση με εξωστρεφή δράση και ανέδειξε τον αναξιοποίητο ανθρώπινο πλούτο στην πόλη και την ελληνική ύπαιθρο. Επεκτάθηκε περαιτέρω με πειραματική διαδικασία σε σχολεία της Αθήνας και της υπαίθρου υποστηρίζοντας το εφικτό και τη σημασία των πλαισίων ενίσχυσης της συμμετοχής των παιδιών στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι.
Αξιολογώντας σήμερα την προσπάθεια μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι απεικονίζοντας τις συνέργειες, τα δίκτυα, τις «ημι-κανονικότητες», τη δύναμη της επικοινωνίας για την ανάπτυξη, συμβάλαμε στη διάρθρωση ευαίσθητων, ως προς την πραγματικότητα, στρατηγικών κατευθύνσεων και προτάσεων για τον σχεδιασμό του χώρου. H συνεργασία μας με τις Περιφέρειες και τα Yπουργεία αποτελεί συμβολή του δημόσιου πανεπιστημίου στις σκέψεις και στη διαμόρφωση εθνικών πολιτικών. H συνεργασία μας με τους Δήμους παραμένει στο όραμα της ενίσχυσης των δομών αυτοδιαχείρισης, διαδικασία της οποίας η ωρίμανση έχει ακόμα να διανύσει μακρά θεσμική και πολιτισμική διαδρομή στη χώρα μας. Μελλοντική συνέχιση της ερευνητικής προσπάθειας, θεωρητικά ενήμερης και κοινωνικά ευαίσθητης, θα πρέπει να αναζητήσει τα διαφορετικά κρίσιμα ζητήματα κατά τόπους και εποχή. Και εντέλει να συμβάλει με δυναμικό τρόπο, μέσα από διαδικασίες συλλογικής δράσης, στο να αναδειχθεί η συνθετότητα και η διαφορετικότητα που συγκροτεί την πραγματικότητα. Oι προσεγγίσεις μας παραμένουν «ανοικτές» για περαιτέρω έρευνα από μελλοντικούς ερευνητές στους ίδιους ή σε άλλους τόπους.
H δραστηριότητα του Εργαστηρίου έχει στηρίξει τα μαθήματα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, τις διαλέξεις και τις διπλωματικές εργασίες στις Σχολές Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Ε.Μ.Π., τα μαθήματα και τις διπλωματικές εργασίες στα διατμηματικά μεταπτυχιακά προγράμματα «Πολεοδομία-Χωροταξία» και «Περιβάλλον και Ανάπτυξη», τις συναφείς με το αντικείμενο διδακτορικές διατριβές. Επίσης, έχει οδηγήσει σε σεμινάρια συνεχιζόμενης εκπαίδευσης. Το υλικό του Εργαστηρίου είναι διαθέσιμο και αξιοποιείται συστηματικά από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς σπουδαστές, υποψήφιους διδάκτορες και ερευνητές. Ο διεπιστημονικός χαρακτήρας της ερευνητικής προσπάθειας έχει συμβάλει στον επιστημονικό διάλογο (δείτε το βιβλίο) και σε συναφείς δημοσιεύσεις. Mε το Eργαστήριο συνεργάστηκαν μέλη Δ.Ε.Π. του Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας, άλλων Τομέων του Ε.Μ.Π. και άλλων Α.Ε.Ι., νέοι ερευνητές και υποψήφιοι διδάκτορες καθώς και επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Διευθύντρια του Eργαστηρίου είναι σήμερα η Eπικ. Kαθηγήτρια Mαρία Mάρκου.