Γεννήθηκα στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Σπούδασα στη Σχολή Αηδονοπούλου, στο Ε.Μ.Π. (Δίπλωμα Αρχιτέκτονα Μηχανικού), στο Columbia University (MS, Αστικό Σχεδιασμό) και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (PhD, Αναπτυξιακό Σχεδιασμό-Χωροταξία). Στην αρχιτεκτονική μου εκπαίδευση –και την καταγωγή μου– οφείλεται το ότι δεν εγκατέλειψα τα θέματα τέχνης, αισθητικής και πολιτισμού.
Πυρήνας των επιστημονικών ενδιαφερόντων μου υπήρξε από νωρίς η έρευνα για τα ζητήματα ανάπτυξης και σχεδιασμού του χώρου και η συστηματική διερεύνηση στρατηγικών και πρακτικών για τη σύνδεσή τους με τις σπουδές. Πριν διοριστώ στο Πολυτεχνείο ασχολήθηκα, ως Ειδικός Επιστήμων στη Γραμματεία του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, με τον αναπτυξιακό στρατηγικό σχεδιασμό. Στην περίοδο αυτή συνειδητοποίησα τη σημασία των θεσμών και την αναγκαιότητα διαμόρφωσης πλαισίου στρατηγικής, διεπιστημονικής σύνθεσης, για την κατανόηση και αντιμετώπιση ακόμα και απλών προβλημάτων. Με αυτό το όραμα, ως Προεδρεύουσα και Αντιπρόεδρος της Συγκλητικής Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών στο E.M.Π., συνέβαλα για πολλά χρόνια στον σχεδιασμό στρατηγικής για την ανάπτυξη, οργάνωση και θεσμοθέτηση των μεταπτυχιακών σπουδών στο Πολυτεχνείο. Υποστήριξα και εργάστηκα για τη συσχέτιση των μεταπτυχιακών σπουδών και της έρευνας ως σημαντικών πυλώνων ανάπτυξης του δημόσιου πανεπιστημίου μεταφέροντας την εμπειρία που απέκτησα ως εκπρόσωπος της Συνόδου Πρυτάνεων Ελληνικών Πανεπιστημίων στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πολιτική Έρευνας, και της Ελλάδας σε επιτροπές του Ο.Ο.Σ.Α., του European Science Foundation –μέλος του πυρήνα για τις κοινωνικές επιστήμες– και άλλων διεθνών οργανισμών. Ως Διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και Πρόεδρος του Διοικητικού του Συμβουλίου εργάστηκα για την προώθηση της συνάρθρωσης της κοινωνικής έρευνας με τις χωρικές συνιστώσες και της ερευνητικής πολιτικής με τις αναπτυξιακές στρατηγικές.
Για τη διαμόρφωση απεικονίσεων, προσεγγίσεων και πολιτικών ευαίσθητων στην ελληνική πραγματικότητα ιδρύθηκε το 1993 το Εργαστήριο Σχεδιαστικής Μεθοδολογίας και Ρύθμισης του Χώρου. Δημιούργησα διεπιστημονικές ομάδες –με νέους ερευνητές– και συντόνισα έργα βασικής, κυρίως, αλλά και εφαρμοσμένης έρευνας με διαχρονικό ερευνητικό προσανατολισμό τη διερεύνηση των διαδικασιών χωρο-κοινωνικής εξέλιξης και τη διαμόρφωση πολιτικών και πρακτικών για τον σχεδιασμό του χώρου. Στη διάρκεια των χρόνων λειτουργίας του Εργαστηρίου διαμορφώθηκαν καινοτόμες προσεγγίσεις και εργαλεία ερμηνείας και σχεδιασμού υπό το πρίσμα της συνθετότητας και της διαφορετικότητας που συγκροτεί την πραγματικότητα, των ανατροπών και των νέων αντιπαραθέσεων που παρατηρούνται στο κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Στόχος, μέσα από διαδικασίες συλλογικής δράσης, η συμβολή στην άρση της επίφασης ομοιογένειας και ομοιομορφίας που επιβάλλει η συμβατική ρυθμιστική οπτική και η συμβολή στην ενίσχυση θεσμών αυτοδιαχείρισης στα διάφορα επίπεδα συγκρότησης του χώρου. Η χωρο-λειτουργική διάρθρωση, τα δίκτυα ως εργαλεία απεικόνισης και σχεδιασμού του χώρου και η συμβολή της επικοινωνίας στην ανάπτυξη αποτέλεσαν συνιστώσες της προσέγγισης και πεδία ερευνητικής εμβάθυνσης.
Στο τελευταίο θέμα θα επεκταθώ. Η αναζήτηση μεθόδων ενίσχυσης της επικοινωνίας μπορεί να αποβεί καταλυτικής σημασίας για την ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών προστατεύοντας τα οράματα, τις προσδοκίες, τις πρακτικές των πολιτών. Αποκτά δε ιδιαίτερη σημασία στην εποχή της κρίσης. Η ερευνητική δραστηριότητα ενίσχυσε τη συγκρότηση «ζωντανών» χώρων δημόσιας διαβούλευσης σε άμεση σχέση με εξωστρεφή δράση και ανέδειξε τον αναξιοποίητο ανθρώπινο πλούτο στην πόλη και την ελληνική ύπαιθρο. Επεκτάθηκε, περαιτέρω, με πειραματική διαδικασία σε σχολεία της Αθήνας και της υπαίθρου, υποστηρίζοντας το εφικτό και τη σημασία των πλαισίων ενίσχυσης της συμμετοχής των παιδιών στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι.